φρυνόσωμα

φρυνόσωμα
το, και παλ. τ. φρυνόσωμος, ο, Ν
ζωολ. γένος σαυρόμορφων ερπετών, συγγενικών με την ιγκουάνα, στο οποίο ανήκουν 14 περίπου μυρμηκοφάγα είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phrynosoma < φρύνη / φρύνος + σώμα. Η λ., στον τ. φρυνόσωμος, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”